- ἁλιηγής
- ἁλι-ηγής, ές, ([etym.] ἄγνυμι)A broken on by the sea,
πέτρα Opp.H.3.460
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέτρα Opp.H.3.460
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιηγής — ἁλιηγής, ὲς (Α) αυτός που επάνω του σπάνε τα κύματα, θαλασσόπληκτος, θαλασσοδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ἄγνυμι «θραύω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
ἁλιηγέα — ἁλιηγής broken on by the sea neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁλιηγής broken on by the sea masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)